Οι ΗΠΑ έχουν υπογράψει αλλά δεν έχουν επικυρώσει το Πρωτόκολλο, τον Δεκέμβριο 2010 ενώ η Ιαπωνία και η Ρωσία δήλωσαν την πρόθεσή τους να μην αναλάβουν δεσμεύσεις για την δεύτερη περίοδο. Ο Καναδάς είχε δηλώσει την πρόθεσή του από το 2011 και αποσύρθηκε τον Δεκέμβριο 2012 επικαλούμενος το κόστος των δεσμεύσεων για τους πολίτες του.
Το γεγονός οτι η κατασκευή του πετρελαιαγωγού Keystone XL είναι καναδικών συμφερόντων (ιδιοκτησία της εταιρίας Trans Canada), έχει αφετηρία την συγκεκριμένη χώρα[1], έχει ήδη προκαλέσει οικολογικές καταστροφές από διαρροές, προβλέπεται να προσθέσει 27 εκατομμύρια τόνους αερίων θερμοκηπίου ετησίως στην ατμόσφαιρα και στην επέκταση της κατασκευής του που θα καταλήγει στον κόλπο του Μεξικού αντιτίθεται ένα μεγάλο περιβαλλοντικό κίνημα στις ΗΠΑ, δεν καταγράφεται ως τυχαίο[2].
Αυτονόητο είναι οτι αντίστοιχα συμφέροντα υπαγορεύουν τις πολιτικές και άλλων κυβερνήσεων ή/και των μεγάλων εταιριών οι οποίες επιβάλλουν αυτές τις πολιτικές, όπως η Exxon, της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος Ρεξ Τίλερσον δήλωσε το περίφημο:
«Η φιλοσοφία μου είναι να κερδίζω χρήματα. Αν μπορώ να κάνω μια γεώτρηση και να κερδίσω χρήματα, αυτό θέλω να κάνω.» (II)
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε στην από κοινού επίτευξη των ποσοτικών στόχων της 2ης περιόδου (μείωση 20%) για τις χώρες-μέλη της και επανέλαβε στην Ντόχα την «υπό όρους προσφορά της να προχωρήσει σε μείωση 30% μέχρι το 2010 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, με την προϋπόθεση οτι άλλες ανεπτυγμένες χώρες θα δεσμευτούν σε συγκρίσιμες μειώσεις εκπομπών και οτι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα συμβάλλουν δεόντως σύμφωνα με τις ευθύνες και τις αντίστοιχες δυνατότητές τους.»[3]
Η δήλωση της ΕΕ συνδέεται άμεσα αφενός μεν με την μη-συμμετοχή των πιο πάνω ανεπτυγμένων χωρών στην 2η δεσμευτική περίοδο και αφετέρου με την ανάγκη αναθεώρησης της κατάταξης των κρατών σε ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα η οποία συζητήθηκε έντονα στην Ντόχα, αφού είναι πλέον σαφές οτι στο χρονικό διάστημα από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, άλλοτε αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες κι επιβαρύνουν με υψηλές εκπομπές αερίων.
Για τον ίδιο λόγο οι ΗΠΑ επιδιώκουν να συνδέσουν την υπόσχεση για παροχή βοήθειας 100 δις δολάρια στον τομέα των κλιματικών έργων προς αναπτυσσόμενες χώρες, με την ανάληψη υποχρέωσης από την Κίνα να περικόψει τις εκπομπές της. Επιπλέον, όσον αφορά στην επίτευξη του στόχου της μείωσης των εκπομπών κατά 17% από τα επίπεδα του 2005 μέχρι το 2020 χωρίς πολιτικό και οικονομικό κόστος, ο Μπαράκ Ομπάμα πριν την επανεκλογή του είχε δηλώσει οτι δεν θα αναλάβει καμμία δράση για την κλιματική αλλαγή η οποία δεν θα βοηθάει ταυτοχρόνως και την οικονομία[4].
Στην Ντόχα αποφασίστηκε οτι μέχρι την Διάσκεψη του Παρισιού το 2015 θα μεθοδευτεί η προετοιμασία ώστε να είναι δυνατή η υπογραφή συμφωνίας μείωσης των εκπομπών και από τις αναπτυσσόμενες χώρες και να τεθεί σε ισχύ από το 2020.[5]
Στις χώρες του «οικονομικού νότου» της ομάδας G77 του ΟΗΕ[6] που ιδρύθηκε το 1964 και είναι ο μεγαλύτερος διακυβερνητικός οργανισμός, συμπεριλαμβάνονται εκτός από την Κίνα, χώρες όπως η Βραζιλία, η Νότιος Αφρική, η Σιγκαπούρη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, η Ινδία. Στα πλαίσια του Πρωτοκόλλου του Κυότο, παρότι παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά εκπομπών, δεν αναλαμβάνουν δεσμεύσεις για μείωσή τους και ενώ έχουν ανεπτυγμένες οικονομίες, περιλαμβάνονται στις χώρες προς τις οποίες οι ανεπτυγμένες θα πρέπει να παρέχουν οικονομική βοήθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Στην παγκόσμια κατάταξη του 2010 για τις εκπομπές CO2 από την κατανάλωση ενέργειας, οι πιο πάνω αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται σε υψηλές θέσεις, με την Κίνα στην 1η και την Ινδία στην 3η θέση. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 2η θέση, η Ρωσία στην 4η, η Ιαπωνία στην 5η και ο Καναδάς στην 9η, ενώ η ΕΕ αν και δεν αξιολογείται ως σύνολο, βρίσκεται μετά τις ΗΠΑ βάσει των εκπομπών της σε εκατομμύρια τόνους CO2 [7] .
Οι ανεπτυγμένες χώρες, στην 38η σύνοδο κορυφής G8 τον Δεκέμβριο 2012 στο Καμπ Ντέιβιντ, αφού πρώτα ασχολήθηκαν με την «σημασία της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη σεβόμενη τις δεσμεύσεις της», στην συνέχεια και στα θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής «συμφώνησαν οτι η ανάπτυξη της διεθνούς μετάβασης σε περιβαλλοντικά ασφαλείς, βιώσιμες, διασφαλισμένες και οικονομικά προσιτές πηγές ενέργειας, είναι απαραίτητη για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη όσο και για την συνολική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.» Μεταξύ των προτεραιοτήτων που έθεσαν ωστόσο είναι και η «ενίσχυση της ετοιμότητας σχετικά με διαταραχές του ανεφοδιασμού σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο», ενώ περιορίστηκαν σε υποσχέσεις για μείωση των βραχύβιων αερίων θερμοκηπίου όπως το μεθάνιο, η αιθάλη και οι υδροφθοράνθρακες (Climate and Clean Air Coalition)[8].
Είναι εύλογες οι αντιδράσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ οι οικονομίες των οποίων βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα και τις οποίες καλούνται να αναδιοργανώσουν, έναντι των κρατών τα οποία λειτουργούν ως ανταγωνιστικές οικονομίες αλλά δεν συμμετέχουν αναλόγως στις περικοπές εκπομπών αερίων και στην διάθεση κεφαλαίων για τα ταμεία προσαρμογής και αντιμετώπισης του ΟΗΕ. Ωστόσο, η πλειοψηφία των αναπτυσσομένων χωρών, δεν είναι βιομηχανικά ούτε οικονομικά ανεπτυγμένες, δεν επιβαρύνουν με εκπομπές αερίων και παραμένουν εξαρτημένες ενεργειακά και οικονομικά.
Από την θέσπισή του, το Πρωτόκολλο του Κυότο προέβλεπε, εκτός από τις δεσμεύσεις των Μελών για μείωση των εκπομπών τους σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, τις επενδύσεις στην προσαρμογή των υποδομών και την υιοθέτηση τεχνολογιών που να συνάδουν με τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής στο σύνολό της. Στα πλαίσια προγραμμάτων Μηχανισμών Καθαρής Ανάπτυξης (CDM), έθετε επίσης τους όρους για την παροχή σε αναπτυσσόμενες χώρες τεχνολογιών που να υποστηρίζουν την μείωση των εκπομπών τους, όπως αιολικά πάρκα και ηλιακούς συλλέκτες και την προστασία τους από μετεωρολογικά φαινόμενα, με αντάλλαγμα την απόκτηση από την ανεπτυγμένη χώρα που εμπλέκεται, Πιστοποιημένων Μειώσεων Εκπομπών (CER)[9], επιπλέον των ETS. Μια μονάδα CER ισούται με την μείωση εκπομπών ενός τόνου CO2.
Το πλαίσιο και η λογική της πρωτοβουλίας, βασίζεται στην ευθύνη που έχουν οι βιομηχανοποιημένες χώρες ως «δημιουργοί» του κλιματικού προβλήματος και παράλληλα λαμβάνει υπ’ όψιν τις οικονομικές τους δυνατότητες και την σχέση κόστους-κέρδους για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες -ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες.
Με λιγότερο επίσημους όρους, οι ανεπτυγμένες χώρες μπορούν και δεσμεύονται να παράσχουν υποστήριξη σε τεχνολογία και τεχνογνωσία στις αναπτυσσόμενες, με απώτερο σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ώστε να μην υποχρεωθούν να μεταβάλουν τις βιομηχανικές διαδικασίες τους. Η απόκτηση CER καταγράφεται στους στόχους των δεσμεύσεών τους ως μείωση των εκπομπών για τις ίδιες, οι αναπτυσσόμενες χώρες αποκτούν «καθαρές» τεχνολογίες και παραμένουν δυνητικές αγορές των βιομηχανικών προϊόντων, συνεχίζεται απρόσκοπτα η βιομηχανική παραγωγή και οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κι επιπλέον, τα δικαιώματα CER και ETS αποτελούν εμπορεύσιμο προϊόν στις διεθνείς αγορές.
Στην πορεία του, το σύστημα εμπορίας των δικαιωμάτων, έχει θεωρηθεί οτι κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους θεσπίστηκε, δηλαδή την μείωση των εκπομπών, την μετάβαση σε περιβαλλοντικά φιλικές τεχνολογίες και την σταθεροποίηση της κλιματικής αλλαγής[10]. Στην πραγματικότητα, ο όγκος των εκπομπών αυξάνεται με την απόκτηση από τις ανεπτυγμένες χώρες νέων δικαιωμάτων, άποψη που δεν φαίνεται να συμμερίζεται η UNFCCC στην σχετική έκθεση όπου διαπιστώνει ισχυρή ανάπτυξη του μηχανισμού CDM[11] λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον υψηλό αριθμό των προγραμμάτων που έχουν καταχωρηθεί και μέσω των οποίων παρασχέθηκε ένα δισεκατομμύριο CER το οποίο βεβαίως μεταφράζεται σε αντίστοιχους τόνους CO2 οι οποίοι θα επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα. (ΙΙΙ Παράρτημα)
Λόγω δε της υπερπροσφοράς CER στις διεθνείς αγορές μετά την μείωση παραγωγής εξαιτίας της οικονομικής κρίσης η οποία δημιούργησε περίσσεια ιδιαίτερα στην ΕΕ, θεωρήθηκαν και οικονομικά αναποτελεσματικά[12]. Η αγοραπωλησία τους δεν αποφέρει οικονομικό κέρδος, άρα οι εταιρίες δεν έχουν όφελος από την περικοπή των εκπομπών τους.
Ο συγκεκριμένος μηχανισμός, όπως και άλλοι, μπορεί να κριθεί εκ του αποτελέσματος, που είναι η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα του πλανήτη, η οποία έφθασε στην πρωτοφανή για την ιστορία της ανθρωπότητας συγκέντρωση των 400 σωματιδίων ανά εκατομμύριο στις 10 Μαΐου 2013, όπως έχουμε ήδη αναφέρει.
Η μείωση των εκπομπών CO2, η κλιματική αλλαγή, το αβέβαιο μέλλον του πλανήτη και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αποτελούν μέριμνα των πολιτικών και των εταιριών, εάν και εφόσον αποφέρουν κέρδη. Η ανάγκη όμως για ουσιαστικές αποφάσεις γίνεται επείγουσα και πιθανόν γι’ αυτό η Διακυβερνητική Επιτροπή (IPCC) πλέον, αντί της αξιολόγησης των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι χώρες, θα αξιολογήσει τις διεθνείς πολιτικές για την κλιματική αλλαγή σε επιστημονικό, τεχνικό και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο[13].
Είναι πλέον γνωστό οτι αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ινδία, η Κίνα και η Βραζιλία, έχουν αυξήσει τις εκπομπές τους ως αποτέλεσμα της ζήτησης των προϊόντων τους από τις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες μέσω των εισαγωγών περιορίζουν τις δικές τους εμπομπές CO2[14], όπως θα δούμε και στην συνέχεια.
Οι σκοπιμότητες είναι οικονομικές και οι αποφάσεις πολιτικές, στο μεταξύ όμως, η Γη και η ζωή πάνω σε αυτήν απειλούνται από την υπερθέρμανση και την κλιματική αλλαγή.