Η ΕΕ, λιγότερο πρόθυμη πλέον, λόγω της οικονομικής κρίσης, να επενδύσει σε τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα και προκειμένου να παραμείνει εντός των πλαισίων εκπομπών του 2020, ερευνά από το 2010 την μείωση εκπομπών CO2 στην καύση άνθρακα και λιγνίτη μέσω των τεχνολογιών Δέσμευσης και Αποθήκευσης Άνθρακα (CCS) όπως ονομάζονται και εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας[1].
Επίσης, με βιομηχανική παραγωγή στα επίπεδα του 1990, όπως αποτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «πολλά επενδυτικά σχέδια, ταλέντα και ιδέες, κινδυνεύουν να αχρηστευθούν εξαιτίας της αβεβαιότητας, της μειωμένης ζήτησης και της έλλειψης κεφαλαίων.» Ο εξ ανατολών κίνδυνος των αναδυομένων αγορών της Κίνας και της Ινδίας (αλλά όχι της Ρωσίας) πιέζει για ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα η αύξηση του πληθυσμού της Γης, «κάνει επιτακτική την ανάγκη για εξεύρεση πηγών ενέργειας και ασκεί πιέσεις στο περιβάλλον», πάντα σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ΕΕ όσον αφορά στον στόχο για την Ευρώπη του 2020. Ωστόσο, θεωρητικά τουλάχιστον και στα πλαίσια της φθηνής και επαρκούς ενέργειας, συνεχίζει την προσπάθεια για εφαρμογή των δεσμεύσεών της σε ολόκληρη την ΕΕ[2].
Με την οικονομική κρίση να διευκολύνει μεν τις μειώσεις των εκπομπών, να αποτρέπει δε την κερδοφορία και άρα τις επενδύσεις, τηρεί συντηρητική πολιτική σε εξαγγελίες και σε δεσμεύσεις, ενώ διατηρεί -για την ώρα- τον στόχο 20/20/20 ο οποίος εντάσσεται στις γενικότερες στρατηγικές της χωρίς ωστόσο να είναι άτρωτος σε αναθεωρήσεις και «αναδιπλώσεις».
Η Ελλάδα από την πλευρά της, διαθέτει 36% ενεργειακή επάρκεια από τα αποθέματά της σε λιγνίτη, τα οποία ανέρχονται περίπου σε 3.255 εκατομμύρια τόνους, ενώ εισάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το 2011 κατανάλωνε 343.000 βαρέλια πετρέλαιο ημερησίως (313.000 το 2012), εισήγαγε και κατανάλωσε περίπου 5 δις m³ φυσικό αέριο και κατανάλωσε περίπου 58 εκατομμύρια τόνους εγχώριου άνθρακα (λιγνίτη), ενώ οι εκπομπές CO2 της χώρας από την καύση ορυκτών καυσίμων, ήταν 91,3 εκατομμύρια τόνοι, δηλαδή περίπου το 2% στο σύνολο της Ευρώπης[3].
Η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου καλύπτει το 1% των αναγκών της. Από το σύνολο των εισαγωγών της το 34% προέρχεται από το Ιράν, το 31% από την Ρωσία, 14% από την Σαουδική Αραβία και 9% από το Ιράκ (2011). H κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας είναι 2,3 toe, δηλαδή 26.749 κιλοβατώρες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι 4.300 kWh ηλεκτρισμού και είναι κατά 30% χαμηλότερη από τον μέσο όρο στην ΕΕ (3,5toe)[4].
Ο τομέας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, αποτελεί μονοπώλιο της ΔΕΗ αφού το μερίδιό της στην Ελληνική Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας έφθασε τον Μάρτιο 2012 σε 99,4%[5].
Το μείγμα καυσίμου όπως το παραθέτει η εταιρία στους λογαριασμούς, αναλύεται ως εξής:
|
2.2009-1.2010 |
12.2010-11.2011 |
12.2011-11.2012 |
Λιγνίτης |
51,16% |
46,16% |
47,69% |
Πετρέλαιο |
10,56% |
8,06% |
8,20% |
Φυσικό Αέριο |
15,82% |
24,82% |
23,93% |
Υδροηλεκτρική Ενέργεια |
9,11% |
7,44% |
6,21% |
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργ. |
6,14% |
8,08% |
10,55% |
Διασυνδέσεις* |
7,20% |
5,42% |
3,42% |
*πρόκειται για τις διασυνοριακές/διακρατικές μεταφορές ηλεκτρικής ενέργειας[6]
Η σύνθεση έχει διαφοροποιηθεί από το 2010, όταν εμφανίστηκε η πληροφορία στους λογαριασμούς, προς την κατεύθυνση της αύξησης των ορυκτών καυσίμων (79,82% το 2013 έναντι 77,54% το 2009) με απλή μετάθεση από το πετρέλαιο και την εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, στο φυσικό αέριο. Αντίθετα η υδροηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται λιγότερο και το μερίδιό της μαζί με τις ΑΠΕ παραμένει στο 16,76% -περίπου ίδιο με του 2010-, το οποίο μακράν απέχει από το 40% μέχρι το 2020 που είχε αναγγείλει ο πρώην υπουργός στην Διάσκεψη Κορυφής του Ντέρμπαν.
Η καύση λιγνίτη παράγει μεγαλύτερες ποσότητες CO2 ακόμα και από τον μαύρο άνθρακα (λιθάνθρακα) και η Ελλάδα είναι η 8η λιγνιτοπαραγωγός χώρα παγκοσμίως[7].Το σύνολο του ορυκτού χρησιμοποιείται από τους σταθμούς παραγωγής της ΔΕΗ. Υπάρχουν τεράστια αποθέματα κυρίως στην βόρεια Ελλάδα, ενώ έχει υπολογιστεί οτι μόνο το 30% των συνολικών αποθεμάτων έχουν εξορυχθεί. Ακόμα και με αύξηση της κατανάλωσης, τα αποθέματα θα είναι επαρκή για τουλάχιστον 40 χρόνια[8] .
Οι «παραδοσιακοί» ρυπαντές στην Ελλάδα ήταν και παραμένουν ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή η ΔΕΗ, οι τσιμεντοβιομηχανίες και οι εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων.
Αρκετοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον ρυπογόνων παγκοσμίως με κορυφαίο το εργοστάσιο Belchatow της Πολωνίας, η οποία μοιράζεται τις θέσεις στις πιο «βρώμικες» χώρες, κυρίως με την Ελλάδα. Δύο από τις μονάδες της ΔΕΗ -του Αγίου Δημητρίου και της Καρδιάς- βρίσκονταν μεταξύ των 30 πιο ρυπογόνων της Ευρώπης το 2008 και το 2009 [9] (VII).
(VII) ΟΙ ΠΙΟ ΡΥΠΟΓΟΝΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΓΙΑ ΤΟ 2006
Εξάλλου όπως λέει ο υπεύθυνος από το ΥΠΕΚΑ: «Η Ελλάδα για τα θέματα του μετριασμού των εκπομπών, εδώ και αρκετά χρόνια έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την μείωση των εκπομπών και κατά κύριο λόγο προέρχονται από την ΔΕΗ. Πρέπει να γίνει βαθμιαία μετατροπή αλλά όλα αυτά δεν γίνονται από την μια στιγμή στην άλλη. Τώρα, αν η ΔΕΗ έχει κάνει όσα χρειάζονταν όλα αυτά τα χρόνια, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, όμως το οτι από το τέλος του 2009 η ΔΕΗ και ο τομέας της ενέργειας ανήκουν στο ίδιο Υπουργείο είναι θετικό γιατί μπορούν να γίνουν πιο εύκολα οι σχεδιασμοί.»
Όσον αφορά στο κατά πόσο είναι δυνατόν να μην χρησιμοποιεί λιγνίτη η ΔΕΗ διευκρινίζει οτι: «Δεν είναι τόσο απλό. Τα αποθέματα είναι πολλά. Η διαδικασία αυτή δυστυχώς έχει επιπτώσεις από πλευράς αερίων θερμοκηπίου άρα είμαστε υποχρεωμένοι από το 20/20/20 να κάνουμε κάποια βήματα για να πιάσουμε τους στόχους.»
Η ελληνική ηλεκτροπαραγωγός εταιρία, έχει αντιμετωπίσει επικρίσεις για την επιβάρυνση του περιβάλλοντος από τις μονάδες της αλλά και για το αποκλειστικό δικαίωμα στην εξόρυξη λιγνίτη, βάσει του οποίου απολαμβάνει μονοπωλιακή θέση στην αγορά ενέργειας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία το 2009 είχε εκδώσει σχετική απόφαση «διόρθωσης» της παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού από την Ελληνική Δημοκρατία[10].
Η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προσέφυγε στο Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ το οποίο ακύρωσε τον Σεπτέμβριο 2012[11] την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία με την σειρά της, τον Νοέμβριο 2012 άσκησε αίτηση αναίρεσης της απόφασης του δικαστηρίου[12].
Η Επιτροπή εμφανίζεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα δικαιώματα χρήσης του λιγνίτη από την ΔΕΗ και για τον ανταγωνισμό ο οποίος «εμποδίζεται» από τις αποφάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας με τις οποίες παρέχει δικαιώματα εξόρυξης στην ιδιοκτησίας ελληνικού δημοσίου εταιρία. Η εταιρία προσβλέπει στην απελευθέρωση της αγοράς, αφενός επειδή υφίσταται περιορισμούς (επιλογή καυσίμου, λειτουργία ή παύση μονάδων κ.ά.) που αυξάνουν το κόστος παραγωγής, αφετέρου για να διαμορφώνει ελεύθερα το τιμολόγιο λιανικής (σύμφωνα και με το Μνημόνιο)[13].
Στο μεταξύ η υποψήφια για αποκρατικοποίηση ΔΕΗ, με κοινοπρακτικό δάνειο 700 εκατ. ευρώ από την γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW IPEX Bank το οποίο εγκρίθηκε από τον Γερμανικό Οργανισμό Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων Euler-Hermes[14], ήδη προχώρησε τον Μάρτιο 2013 στην υπογραφή συμφωνίας με την κατασκευαστική εταιρία ΤΕΡΝΑ ΑΕ, η οποία σε συνεργασία με γερμανικές εταιρίες ανέλαβε την δημιουργία της νέας λιγνιτικής μονάδας ηλεκτροπαραγωγής «Πτολεμαΐδα V», αξίας περίπου 1,4 δις ευρώ[15] [16].
Η ίδια τράπεζα χρηματοδοτεί τις εξορύξεις λιγνίτη στην πόλη Κολουμπάρα, Σερβία, -η γερμανική κατασκευαστική Thyssen Krupp θα προμηθεύσει το μηχάνημα εκσκαφής έναντι 31 εκατ. ευρώ- ενώ εμπλέκεται σε χρηματοδοτήσεις εννέα μονάδων παραγωγής ενέργειας και τέσσερα έργα στον τομέα της εξόρυξης άνθρακα σε Νότιο Αφρική και Ινδία[17].
Η KfW έχει επικριθεί από γερμανικές και διεθνείς περιβαλλοντικές οργανώσεις επειδή εντός Γερμανίας υποστηρίζει επενδύσεις περιβαλλοντικής κατεύθυνσης για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας και γενικότερα προβάλλει «πράσινο» προφίλ, ενώ ταυτοχρόνως χρηματοδοτεί έργα στο εξωτερικό, τα οποία επιβαρύνουν το τοπικό περιβάλλον και συμβάλλουν στις εκπομπές CO2 και στην κλιματική αλλαγή[18].
Η ενέργεια απασχόλησε την Διάσκεψη Κορυφής της ΕΕ τον Μάιο 2013, ως θέμα που συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση. Η σκοπίμως ακριβή ενέργεια του παρελθόντος -όπως παραδέχθηκε ο Επίτροπος ενέργειας Γκίντερ Έτινγκερ -αποτελεί πλέον πρόβλημα για τους φτωχούς αλλά επίσης απομακρύνει τις βιομηχανίες από την Ευρώπη με συνέπεια την απώλεια θέσεων εργασίας, ενώ εκφράστηκε η άποψη οτι υπερεκτιμάται το ζήτημα των κλιματικών πολιτικών. Θεωρητικά τουλάχιστον και σύμφωνα με την Επίτροπο για την Κλιματική Αλλαγή η Ευρώπη δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε καταστάσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης εξαιτίας του άνθρακα, του δικού της παρελθόντος και του παρόντος χωρών όπως η Κίνα, θέση με την οποία φαίνεται να συμφωνεί ο πρόεδρος των Πρασίνων Ντάνιελ Κον- Μπεντί.[19]
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Χέρμαν φαν Ρομπέι, στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της 22 Μαΐου, προειδοποίησε για τον ανταγωνισμό σε φθηνή ενέργεια από τις ΗΠΑ, ενώ οι αρχηγοί έδωσαν βαρύτητα στα θέματα της φοροδιαφυγής, σε βάρος αυτών που αφορούν στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή[20].
Ενδεικτικές των αποφάσεων που θα ακολουθούσαν, αποτέλεσαν οι θέσεις του έλληνα πρωθυπουργού στην Κίνα λίγες μέρες νωρίτερα, ως «φέροντα» τις θέσεις της ΕΕ στην Ασία αλλά και η ικανοποίηση που εξέφρασε μετά την σύνοδο λέγοντας: «Τέλος, περιλήφθηκε για πρώτη φορά ρητή αναφορά στην έρευνα και στην εκμετάλλευση των εγχώριων ενεργειακών πόρων της Ευρώπης, πράγμα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς -το είπα ξεκάθαρα- υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις για ύπαρξη σοβαρών ενεργειακών κοιτασμάτων στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως βρέθηκαν ήδη και αξιοποιούνται τέτοια κοιτάσματα στην Κυπριακή υφαλοκρηπίδα» ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην δημιουργία του αγωγού φυσικού αερίου ΤΑΡ (Trans-Adriatic Pipeline), από το Αζερμπαϊτζάν[21].
Όπως μας είπε χαρακτηριστικά πριν τις διασκέψεις ο υπεύθυνος του ΥΠΕΚΑ εξάλλου:
«Θέλουμε την προστασία του περιβάλλοντος αλλά να μην διαλύσουμε την οικονομία χωρίς να πετύχουμε τίποτα», ενώ χρησιμοποίησε ως παράδειγμα, μια συζήτηση που θα ξεκινήσει σε λίγους μήνες στην ΕΕ για τις εκπομπές των πλοίων για την οποία τόνισε οτι:
«Αν οι στόχοι μπουν μόνο για τα κοινοτικά πλοία, εμείς ως Ελλάδα που έχουμε τεράστια συμφέροντα στο θέμα της ναυτιλίας και ταυτόχρονα θέλουμε την προστασία του περιβάλλοντος, λέμε να τεθούν μεν στόχοι αλλά μέσω του ΙΜΟ του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού για να γίνει παγκόσμια. Γιατί αν πούμε οτι τα κοινοτικά πλοία πρέπει να έχουν προδιαγραφές και οι άλλοι δεν έχουν, οι πλοιοκτήτες είναι επόμενο οτι μπορεί να αλλάξουν σημαία. Άρα τι θα κερδίσουμε μ’ αυτό; Χάνουμε ένα κομμάτι της οικονομίας μας αλλά περιβαλλοντικά δεν θα κερδίσουμε τίποτα.»
Μια σειρά από παράγοντες επηρεάζουν τις αποφάσεις των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμικών οργάνων. Ως εκ τούτου και σύμφωνα πάντα με το Υπουργείο, «γίνονται προσπάθειες όχι μόνο μέσα στην ΕΕ αλλά και στον ΟΗΕ. Η θέση της Ελλάδας δεν είναι κατά των μέτρων αλλά πρέπει να γίνονται όλα με μια διαδικασία που να ευνοεί την παγκόσμια εφαρμογή, διαφορετικά δεν κερδίζουμε τίποτα.»
Εννοεί προφανώς οτι η Ελλάδα θα ασκήσει πιέσεις και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, για να προασπίσει τα εθνικά της συμφέροντα.
Η επάρκεια σε φθηνή ενέργεια παραμένει το ιερό δισκοπότηρο των βιομηχανιών, των πολιτικών και των συν αυτοίς συμφερόντων παγκοσμίως. Αποτελεί το παράγοντα που καθορίζει μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητας και της συνολικής ασφάλειας μιας χώρας. Η διαίρεση του πλανήτη σε σφαίρες επιρροής όπως έχει ισχύσει ως σήμερα, βρίσκεται σε πορεία ανακατανομών και η ενέργεια θα είναι και πάλι αποφασιστικός παράγων.
Η εξίσωση της επάρκειας ενέργειας όμως, περιλαμβάνει την μάλλον «άβολη» παράμετρο της προστασίας του πλανήτη με μείωση των εκπομπών. Η κλιματική αλλαγή δεν μεταβάλλει τις προτεραιότητες εκείνων που την προκαλούν, παρά μόνο στον βαθμό που έχουν ως συμφέρον να υπάρχει μια διαρκής πηγή κέρδους από τον πλανήτη και τους κατοίκους του και άρα θα πρέπει να αποφευχθεί η μη αναστρέψιμη καταστροφή τους.
Όπως και στις πολεμικές συρράξεις εξάλλου, οι θάνατοι αποτελούν παραδειγματισμό για όσους επιβιώνουν, οι οποίοι παράλληλα μετατρέπονται σε πηγή κέρδους για τους νικητές, είτε αυτή εξαργυρώνεται σε υλικές απολαβές είτε σε εξουσία.
Εγκαταστάσεις μονάδας ΔΕΗ Καρδιάς – Νομός Κοζάνης
ΠΗΓΗ: Google Earth